ἐξομολογοῦ

ἐξομολογοῦ
ἐξομολογέομαι
confess
pres imperat mp 2nd sg (attic)
ἐξομολογέομαι
confess
pres imperat mp 2nd sg (attic)
ἐξομολογέομαι
confess
imperf ind mp 2nd sg (attic)
ἐξομολογέομαι
confess
imperf ind mp 2nd sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”